- τυπόβαφος
- η , ο набивной (о ткани)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυπόβαφος — η, ο, Ν (για υφάσματα) αυτός που έχει αποτυπωμένα επάνω του έγχρωμα σχέδια, που έχει υποβληθεί σε κατεργασία τυποβαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + βαφος (< βαφή), πρβλ. αιματό βαφος] … Dictionary of Greek